προζύμι — το 1. κομμάτι ζύμης που έχει υποστεί ζύμωση, αλλ. μαγιά. 2. αρχή, αίτιο: Για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι δε χρειάζεται πολύν καιρό (Γ. Σεφέρης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… … Dictionary of Greek
ένζυμος — η, ο (Μ ἔνζυμος, ον) [ζύμη] (για ψωμί) αυτό που περιέχει ζύμη (προζύμι, μαγιά), το φτιαγμένο με προζύμι («ὁ ἄρτος οὐκ ἧν ἔνζυμος», Δούκ.) νεοελλ. χημ. το ένζυμο(ν) καταλύτης βιολογικής προέλευσης, ουσία που παράγεται από ζωικά και φυτικά κύτταρα… … Dictionary of Greek
αναβατός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 30 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο εσωτερικό του νησιού και υπάγεται διοικητικά στο δήμο Ομηρούπολης. Ο Ανάβατος στο νησί της Χίου. * * * ή, ό (Α ἀναβατός, ή, ὸν) αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς… … Dictionary of Greek
ανεβατίζω — 1. ετοιμάζω προζύμι για να ζυμώσω ψωμί 2. ζυμώνω ψωμί με προζύμι που δεν είναι λειψό 3. (παθ., για το ψωμί) φουσκώνω, υφίσταμαι ζύμωση 4. πλειοδοτώ σε δημοπρασία 5. υπερτιμώ, ανεβάζω την τιμή σε κάτι … Dictionary of Greek
εφτάζυμος — η, ο 1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια 2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί) το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό… … Dictionary of Greek
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek
μαγιά — Κοινή ονομασία της ζύμης. Βλ. λ. ζυμομύκητες ή ζύμες. * * * η 1. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών σακχαρομυκήτων που αποτελούν τις ζύμες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε διαφόρους κλάδους τής βιομηχανίας 2. (ειδικά) η ξηρή συμπυκνωμένη μορφή με την… … Dictionary of Greek
φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… … Dictionary of Greek
άζυμα — τα Θεολ. ο πρόχειρα και χωρίς προζύμι κατασκευασμένος άρτος, που χρησιμοποιείται από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και τις Προτεσταντικές Ομολογίες για την τέλεση τής Θείας Ευχαριστίας … Dictionary of Greek